- καλοειδᾶ
- καλοειδήςof beautiful formneut nom/voc/acc pl (doric aeolic)καλοειδήςof beautiful formmasc/fem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλοβλέπω — καλοείδα και καλόειδα 1. βλέπω καλά: Τώρα στα γεράματα δεν καλοβλέπω κιόλας. 2. βλέπω κάτι με καλό μάτι: Δε με καλοβλέπει η πεθερά μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοθωρώ — καλόειδα και καλόδα, βλέπω καλά: Ποιος είσαι συ, δε σε καλοθωρώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοβλέπω — καλοβλέπω, καλοείδα και καλόειδα βλ. πίν. 110 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής